καταδυτικός

καταδυτικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση
2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» — ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου
β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» — αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση ή αυτός που χρησιμεύει στην κατάδυση: Έχει καταδυτικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροκιβώτιο — το, Ν 1. σιδερένιο κιβώτιο 2. καταδυτικός κώδωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κιβώτιο (πρβλ. ξυλο κιβώτιο)] …   Dictionary of Greek

  • υδατοβαπτικός — ή, ό, Ν φρ. «υδατοβαπτικός φακός» φυσ. φακός μικροσκοπίου κάτω από τον οποίο παρεμβάλλεται κατά τη διάρκεια τών παρατηρήσεων σταγόνα νερού, αλλ. καταδυτικός φακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”